Policy Brief-el

Σημείωμα Πολιτικής – Δέκα σημεία για την υποδοχή και ένταξη των προσφύγων  και μεταναστών στην Ελλάδα του 2020*

Από τον Γιώργο Αγγελόπουλο, Επ. Καθηγητή Κοινωνικής και Πολιτικής Ανθρωπολογίας, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο (ΑΠΘ)

Φεβρουάριος 2020

1. Όσο και αν αποτελεί γενίκευση, οι άνθρωποι μετακινούνται εξαιτίας λόγων που (α) τους αναγκάζουν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και (β) τους ωθούν να εγκατασταθούν σε ένα νέο τόπο. Οι μετακινήσεις των τελευταίων τριών δεκαετιών από χώρες της Μέσης Ανατολής, της κεντρικής Ασίας και ορισμένες Αφρικανικές χώρες συνδέονται πρωτίστως με λόγους που αναγκάζουν τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους (πόλεμοι, αυταρχικά καθεστώτα, πολιτικές παρεμβάσεις των δυτικών χωρών, λιμός, οικολογική καταστροφή). Δεν είναι η Δύση που «τους προσκαλεί», είναι οι κίνδυνοι στον τόπο τους που αναγκάζουν σε μετακίνηση. Παρομοίως, δεν ήταν οι πολιτικές της χώρας μας που αύξησαν τις αφίξεις προσφύγων και μεταναστών στην Ελλάδα, ήταν τα τεκταινόμενα στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική που τους ανάγκασαν σε μετακίνηση.

2. Ο περιορισμός του ξεριζωμού των ανθρώπων από την πατρίδα τους απαιτεί διεθνή συνεργασία. Στο βαθμό που αυτή δεν προκύπτει, οι κοινωνίες που τους δέχονται (κοινωνίες υποδοχής), όσο απλουστευτικό και αν ακούγεται, τους αντιμετωπίζουν είτε (α) δίνοντας περισσότερη έμφαση στην αποτροπή των μετακινήσεων είτε (β) δίνοντας περισσότερη έμφαση στην κοινωνική τους ένταξη. Οι δύο επιλογές ενίοτε συνυπάρχουν αλλά η μια πάντα επικρατεί. Η πρώτη επιλογή είναι εξ ορισμού ατελέσφορη. Οι απελπισμένοι για επιβίωση άνθρωποι δεν αποθαρρύνονται ούτε από τα πιο αυστηρά μέτρα περιορισμού της μετακίνησης τους, ούτε από την επιδείνωση των συνθηκών στις κοινωνίες υποδοχής που προωθεί η κυβέρνηση. Απλά και μόνο διότι δεν έχουν εναλλακτική λύση στον τόπο τους. Ας θυμηθούμε τους φυγάδες που περνούσαν το τείχος του Βερολίνου παρά τα τρομακτικά στρατιωτικά μέτρα αποτροπής… H επιλογή αποτροπής οδηγεί στη δημιουργία επαγγελματικών δικτύων διακινητών που ευτελίζουν την ανθρώπινη ζωή και καταλήγει σε δεκάδες χιλιάδες νεκρούς κυρίως στη θάλασσα. Η επιλογή αυτή «φιλτράρει» τους μετακινούμενους που τελικά θα περάσουν το σύνορο αποκλείοντας κατηγορίες που θα μπορούσαν πιο εύκολα να ενταχθούν στις κοινωνίες υποδοχής (π.χ. οικογένειες). Η επιλογή αυτή είναι ατελέσφορη διότι εξαρτάται από συνεχείς εκβιασμούς γεωπολιτικού χαρακτήρα που προκύπτουν από τις ενδιάμεσες χώρες-σταθμούς των μετακινούμενων (π.χ. στάση Τουρκίας). H εν λόγω επιλογή δημιουργεί ένα πλαίσιο σταδιακών εκπτώσεων της δημοκρατίας και ανόδου του εθνικισμού ακόμα και για εκείνες τις κοινωνίες που δεν φιλοξενούν πρόσφυγες (π.χ. Ουγγαρία). Τέλος, η πολιτική αποτροπής των προσφυγικών και μεταναστευτικών και προσφυγικών κινήσεων πουθενά στον κόσμο δεν οδήγησε σε μείωση αυτών των κινήσεων (με εξαίρεση τις περιπτώσεις όπου πραγματοποιήθηκαν εκτελέσεις όσων επιχειρούσαν να διασχίσουν τα σύνορα). Απέτυχε παταγωδώς διότι, όσο αυξάνεται η αποτροπή τόσο αυξάνονται και οι μετακινούμενοι φοβούμενοι ότι θα υπάρξει περαιτέρω αύξηση της αποτροπής. Το «σπιράλ» αποτροπής – περαιτέρω αύξησης – περαιτέρω αποτροπής – περαιτέρω αύξησης είναι ατέλειωτο.

3. Η κυβέρνηση επιβάλλει πολιτικές αποτροπής επιπλέον αυτών που προκύπτουν από τις συμφωνίες ΕΕ – Τουρκίας. Εγκλώβισε επιπλέον χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες στα νησιά καθυστερώντας τις μετακινήσεις των ευάλωτων ομάδων προς την ενδοχώρα, αδιαφορεί για την κατασκευή νέων καταυλισμών στην ηπειρωτική Ελλάδα αλλά κατασκευάζει κέντρα «κλειστού τύπου» στα νησιά, ακύρωσε την κατασκευή ενός μεγάλου καταυλισμού στην Θεσσαλία που βρίσκονταν σε ικανοποιητικό βαθμό ολοκλήρωσης, επανέφερε τις «επιχειρήσεις-σκούπα», έκανε επίδειξη δύναμης με την εκκένωση των καταλήψεων στα Εξάρχεια, άλλαξε τους τρόπους χορήγησης ΑΜΚΑ και τις προϋποθέσεις παροχής υγειονομικής περίθαλψης για τους πολίτες τρίτων χωρών δυσχεραίνοντας την καθημερινότητα των νεοαφιχθέντων, καθυστερεί την έναρξη της εκπαίδευσης των προσφυγοπαίδων και διατυμπανίζει με τον πιο ηχηρό τρόπο τη πολιτική αποτροπής. Η ανθρωπιστική κρίση στη Μόρια έχει σήμερα ξεπεράσει κάθε προηγούμενο των τελευταίων 6 ετών. Παράλληλα, το καθεστώς Ερντογάν διευκολύνει τη μετακίνηση προσφύγων και μεταναστών προς την ΕΕ, διαμέσου της Ελλάδος, για να εξυπηρετήσει δικές του επιδιώξεις. Όλα αυτά δημιούργησαν από τις αρχές Ιουλίου 2020 μεγάλες ανησυχίες σε όσους ζουν στην Τουρκία, στη Συρία, στο Αφγανιστάν και στο Πακιστάν και σκέφτονταν κάποια στιγμή να μετακινηθούν προς την Ευρώπη. Οι άνθρωποι αυτοί ενημερώνονται εξαντλητικά ώστε να γνωρίζουν τους όρους υπό τους οποίους θα ρισκάρουν τη ζωή τους στο ταξίδι. Οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα ότι η ελληνική κυβέρνηση θα αυξάνει συνεχώς την αποτροπή και το ταξίδι θα γίνεται όλο και πιο επικίνδυνο και ακριβό. Το αποτέλεσμα το βλέπουμε: στις 30 Ιουνίου, λίγες μέρες πριν τις βουλευτικές εκλογές, η Μόρια είχε 5.628 αιτούντες άσυλο, τις 20 Σεπτεμβρίου ο πληθυσμός της ξεπερνούσε τους 9.000 ανθρώπους και το Φεβρουάριο του 2020 ο πληθυσμός της έφθασε τα 20.000 άτομα. Η επιλογή των πολιτικών αποτροπής λειτούργησε ως καταλύτης ενισχύοντας όλους τους παράγοντες που οδηγούν στην απόφαση των ανθρώπων να μετακινηθούν προς την Ελλάδα. Υπάρχει όμως και ακόμα ένας πιο πρακτικός λόγος που ενθάρρυνε τους μετακινούμενους. Ήταν νομοτελειακά βέβαιο ότι οι πολιτικές αποτροπής θα οδηγούσαν σε εγκλωβισμό σημαντικού πληθυσμού προσφύγων και μεταναστών στα νησιά. Ήταν προβλέψιμο ότι η παύση της περιορισμένης και ελεγχόμενης σταδιακής μεταφοράς των ευάλωτων προς την ενδοχώρα που εφαρμόστηκε την προηγούμενη τριετία, θα δημιουργούσε την ανάγκη βεβιασμένης μεταφοράς όταν η κατάσταση θα ήταν πλέον αφόρητη. Η βεβιασμένη μεταφορά μπορεί να γίνει μόνο σε καταυλισμούς που έχουν περιθώρια επέκτασης, δηλαδή στη βόρεια Ελλάδα. Η εν λόγω πολιτική εξυπηρετούσε απόλυτα την επιδίωξη των προσφύγων και μεταναστών να βρεθούν, χωρίς πολύπλοκες διαδρομές, δίπλα στα σύνορα. Ήταν αναμενόμενο και έγινε πράξη: η κυβέρνηση μετέφερε σε μια νύχτα 1.200 άτομα στη Νέα Καβάλα, 17 χλμ. από τα σύνορα…

4. Οι πολιτικές δυνάμεις που ακολουθούν την πρώτη επιλογή επιμένουν σε μεταβολές του νομικού πλαισίου που χαρακτηρίζουν τους περισσότερους μετακινούμενους ως μετανάστες και ως ζήτημα εθνικής ασφάλειας και τάξης. Τυπικό παράδειγμα αποτελούν οι προγραμματικές δηλώσεις του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη όπου ονομάτισε το μεταναστευτικό ως «μία από τις μεγαλύτερες απειλές», η σύγκληση του ΚΥΣΕΑ που το ανάγει το προσφυγικό σε ζήτημα εθνικής άμυνας, οι αποφάσεις για το δεύτερο βαθμό κρίσης των αιτήσεων ασύλου που έρχονται σε αντίθεση τόσο με το ενωσιακό δίκαιο (Οδηγία 2013/32/ΕΕ και Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων ΕΕ) όσο και με την ΕΣΔΑ για το δικαίωμα στην πραγματική προσφυγή. Αντιθέτως, οι πολιτικές δυνάμεις που ακολουθούν την δεύτερη επιλογή, υιοθετούν ανθρωπιστικές νομικές λύσεις που τείνουν να χαρακτηρίζουν τους περισσότερους μετακινούμενους ως πρόσφυγες και προτάσσουν το ζήτημα της κοινωνικής ένταξης και τις πολιτικές αλληλεγγύης. Η θεσμική πλευρά ολοκλήρωσης της κοινωνικής ένταξης αφορά το ζήτημα της πολιτογράφησης.

5. Στην Ελλάδα η επιλογή της κοινωνικής ενσωμάτωσης κεφαλαιοποιεί από την πολιτισμική λογική της προ-νεωτερικής φιλοξενίας και τις θετικές ιστορικές μνήμες για την προσφυγιά. Αυτά τα μεταφράζει σε αλληλεγγύη. Όσο και αν ακούγεται παράδοξο, εξυπηρετεί την εθνική συγκρότηση περισσότερο από ότι η επιλογή της αποτροπής των μετακινούμενων. Επιπλέον, η επιλογή της αποτροπής υιοθετεί μια λογική αιματο-συγγένειας στην απόδοση της εθνικής ταυτότητας ενώ η επιλογή της ένταξης αποδέχεται εκδοχές της Ισοκρατικής λογικής περί έθνους που υποστηρίζει ότι γινόμαστε μέλη ενός έθνους, δεν γεννιόμαστε («Έλληνας καλείσθαι τους της παιδεύσεως της ημετέρας, ή τους της κοινής φύσεως μετέχοντας»).

6. Κοιτώντας το ζήτημα από καθαρά δημογραφική σκοπιά, οι αφίξεις μετακινούμενων στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια δεν συνιστούν «προσφυγική ή/και μεταναστευτική κρίση». Την 1η Ιανουαρίου 2018 μόνο το 4,4% (22,3 εκατομμύρια άτομα) του συνολικού πληθυσμού της ΕΕ (512,4 εκατομμύρια άτομα) ήταν πολίτες τρίτων χωρών. Ας μην ξεχνάμε ότι η Ευρώπη της μη αναστρέψιμης υπογεννητικότητας χρειάζεται νεοαφιχθέντες για να διατηρήσει τις παραγωγικές της δυνάμεις και το σύστημα της κοινωνικής ασφάλισης (συντάξεις). Επιπλέον, δεδομένου ότι οι μετακινούμενοι προς στην Ευρώπη σταδιακά υιοθετούν τα ευρωπαϊκά πρότυπα και τεκνοποιούν κάτω από το κρίσιμο δημογραφικά κατώφλι των 2,2 παιδιών ανά ζευγάρι, η πληθυσμιακή ροή πρέπει να είναι συνεχής. Από δημογραφικής σκοπιάς δεν υπάρχει καμία «προσφυγική ή/και μεταναστευτική κρίση».

7. Πέρα από τις δημογραφικές, πολιτισμικές και πολιτικές διαστάσεις του θέματος, υπάρχει και η διάσταση της πολιτικής οικονομίας. Αν δοθεί έμφαση στην αποτροπή των μετακινούμενων διευρύνονται τα «μέτρα προστασίας» απορροφώντας τεράστια κονδύλια (π.χ. κατασκευή τειχών, χρήση Ζέπελιν). Η πλειοψηφία αυτών των κονδυλίων αφορά εξοπλισμό που παράγεται μόνο σε όσες χώρες διαθέτουν εξελιγμένη αμυντική βιομηχανία. Η Ελλάδα δεν ανήκει σε αυτές τις χώρες. Ως εκ τούτου, η πρώτη επιλογή απορροφά από το εξωτερικό και εσωτερικό κονδύλια που επενδύονται σε αγορές μόνο εκτός Ελλάδος. Αντιθέτως, την προηγούμενη τετραετία, η ελληνική οικονομία ωφελήθηκε οικονομικά από τις αφίξεις των μετακινούμενων λόγω της αύξησης του ΑΕΠ που προέκυψε από την εισροή κεφαλαίων από το εξωτερικό σχετικά με την κοινωνική τους ένταξη. Ακούγεται απάνθρωπο και παράλογο στον σκληρά παράλογο κόσμο που ζούμε. Τα δύο βασικά Ταμεία της Ε.Ε. που παρέχουν πόρους για το προσφυγικό, το Ταμείο για το Άσυλο, τη Μετανάστευση και την Ενσωμάτωση και το Ταμείο Εσωτερικής Ασφάλειας παρείχαν για την αρωγή των προσφύγων στην Ελλάδα 816,4 εκατ. € από το 2015 μέχρι σήμερα. Επιπλέον 613,5 εκατ. € προήλθαν από το Πρόγραμμα Βοήθειας Εθνικού Επιπέδου της Ε.Ε. στην περίοδο 2014 – 2020. Η ελληνική οικονομία ωφελείται από τα ποσά του προσφυγικού μέσω της αύξησης της απασχόλησης (π.χ. μισθοδοσία προσωπικού που ασχολείται σε δομές φιλοξενίας, σε ΜΚΟ, σε διεθνείς οργανισμούς κ.λπ.), μέσω της αύξησης της κατανάλωσης (π.χ. «κουπόνια» ή πιστωτικές κάρτες που έχουν οι πρόσφυγες και ψωνίζουν είδη πρώτης ανάγκης) και μέσω των ενοικίων. Επιπλέον, όπως έχουν δείξει όλες οι σχετικές μελέτες τόσο για τον ευρωπαϊκό Βορρά όσο και τον ευρωπαϊκό Νότο, οι μετανάστες και πρόσφυγες δεν «παίρνουν τις δουλειές των ντόπιων» αλλά δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας ή καταλαμβάνουν θέσεις που οι ντόπιοι δεν αξιοποιούν. Ορισμένοι μόνο από τους μετακινούμενους – με εξαίρεση τους Σύριους του 2015 και τους Τούρκους μετά το 2018 – έχουν επαγγελματικές γνώσεις και δεξιότητες που συνάδουν απόλυτα με τις ανάγκες των ευρωπαϊκών οικονομιών. Δεδομένης όμως της ανάγκης τους για εργασία τους είναι εξαιρετικά δεκτικοί σε επαγγελματική μετεκπαίδευση και αναζητούν επιτακτικά την δημιουργικότητα της εργασίας.

8. Η πλειοψηφία των μετακινούμενων που βρίσκεται στην Ελλάδα επιδιώκει να φτάσει σε άλλες χώρες της ΕΕ. Κάποιοι το καταφέρνουν μέσω θεσμικών διαδικασιών οικογενειακής επανένωσης ή μέσω διακινητών και κάποιοι επιστρέφουν στην χώρα τους λόγω βελτίωσης των εκεί συνθηκών (17.500 άτομα επέστρεψαν από την Ελλάδα στην χώρα τους μέσω του προγράμματος οικειοθελούς επιστροφής). Για όσους μένουν στην Ελλάδα, για μικρό ή μεγάλο διάστημα, η μόνη λύση είναι η ενίσχυση της κοινωνικής τους ένταξης. Οι μετακινούμενοι που μετά το 2016 βρίσκονται στην χώρα μας είναι ένας ετερογενής από κάθε άποψη πληθυσμός. Όσο τους κρατάμε καθηλωμένους στην κοινωνική ταυτότητα του πρόσφυγα ενισχύουμε τον κοινωνικό τους αποκλεισμό, τους ωθούμε στην ανεργία και την παραβατικότητα και στη δημιουργία περίκλειστων μεταναστευτικών/προσφυγικών κοινοτήτων.

9. Αν συνεχιστούν οι πολιτικές αποτροπής θα παράγουμε συνεχώς βία, πόνο, ευρύτατο κοινωνικό αποκλεισμό, θυμό και οργή κυρίως στη δεύτερη γενιά των μετακινούμενων. Το παράδειγμα της Γαλλίας, της Ισπανίας, της Γερμανίας και άλλων χωρών μας δείχνουν που οδηγεί αυτή η επιλογή. Αν επιστρέψουμε στο μοντέλο της κοινωνικής ενσωμάτωσης χρειάζεται να γίνουν σοβαρές διορθωτικές κινήσεις. H κοινωνική ένταξη των μετακινούμενων προϋποθέτει: (α) συνεχείς πιέσεις στην ΕΕ για τήρηση συμφωνιών αναλογικής κατανομής των μετακινούμενων, (β) περιορισμό στο ελάχιστο των καταυλισμών ως δομών φιλοξενίας και προσήλωση στην εγκατάσταση σε διαμερίσματα εντός του αστικού ιστού, (γ) ενίσχυση της εκπαίδευσης των παιδιών για να περιοριστεί η σχολική διαρροή, (δ) επαγγελματική και γλωσσική επιμόρφωση των ενήλικων, (ε) επιτάχυνση των διαδικασιών οικογενειακής επανένωσης, (στ) επιτάχυνση και απλοποίηση των διαδικασιών πολιτογράφησης υπό τον έλεγχο και την αποκλειστική ευθύνη των θεσμών της κεντρικής κυβέρνησης, (ζ) βελτιωτικές κινήσεις στις διαδικασίες έκδοσης αδειών παραμονής και εργασίας για τους μετανάστες, (η) ενίσχυση της «φωνής» των μετακινούμενων μέσω θεσμών επικοινωνίας και μέσω συνεχούς ερευνητικού αναστοχασμού των πολιτικών μας. Η ενίσχυση της «φωνής» τους πρέπει να λαμβάνει υπόψη ότι οι μετακινούμενοι συνιστούν ένα πληθυσμό αρκετά ποικιλόμορφο και ετερογενή ως προς τις ανάγκες του και τις καταβολές του.

10. Το προσφυγικό και μεταναστευτικό φαινόμενο γίνεται πρόβλημα μόνο αν εμείς το κάνουμε. Δεν υπάρχει προσφυγική κρίση, υπάρχει κρίση υποδοχής των προσφύγων ή/και μεταναστών εξαιτίας επιλογών που περιορίζουν την κοινωνική τους ένταξη. Η κρίση αυτή δεν απειλεί μόνο τους μετακινούμενους πληθυσμούς. Απειλεί πρωτίστως τους Ευρωπαίους πολίτες λόγω των εκπτώσεων της δημοκρατίας και των αξιών. Η πλειοψηφία όσων αντιδρούν στις αφίξεις προσφύγων και μεταναστών δεν είναι ρατσιστές. Στερούνται πληροφόρησης και ενημέρωσης, στο χέρι μας είναι να αντιστρέψουμε την κατάσταση.

* Το κείμενο εκφράζει τις προσωπικές απόψεις του συγγραφέα. 

Φωτογραφία εξωφύλλου: © Georgios Giannopoulos http://commons.wikimedia.org/wiki/File:20151029_5boats_with_refugees_arriving_to_Skala_Sykamias_Lesvos_Greece.jpg

image sources