Policy Brief-el

Σημείωμα Πολιτικής – Η κρίσης υποδοχής προσφύγων και μεταναστών. Μια κρίση στρεβλής κανονικότητας;

Από τον Κωνσταντίνο Τσιτσελίκη, Καθηγητή, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας

Μάιος 2020

Εισαγωγική παρατήρηση 

Το 2015 συνδέθηκε με τη συνεχή μετακίνηση εκατοντάδων χιλιάδων κυνηγημένων ανθρώπων μέσα από την Ελλάδα προς αναζήτηση ασφαλούς καταφυγίου και βεβαιότητας για το μέλλον τους. Η μετακίνηση από απρόσκοπτη, άρχισε να περιορίζεται, ολοένα και περισσότερο, μέχρι που το πέρασμα εξόδου από τη χώρα έκλεισε εντελώς τον Μάρτιο του 2016. Έκτοτε, οι ευρωπαϊκές πολιτικές και το σχετικό δίκαιο χαρακτηρίστηκε από αβεβαιότητα και ανασφάλεια. Η τυχαιότητα και η εν θερμώ επιβολή των ευρωπαϊκών πολιτικών ρύθμισαν κυνικά τις τύχες ανθρώπων και δίχασε την Ευρώπη, κυβερνήσεις και πολίτες.

Η δεύτερη κρίση υποδοχής προσφύγων, δηλαδή, αυτή που συνδέεται με την εισβολή του τουρκικού στρατού στη Συρία και την απόσυρση των Αμερικανών από τα τουρκοσυριακά σύνορα (τέλη 2019-σήμερα), αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης. Απέδειξε την αποτυχία των ευρωπαϊκών πολιτικών, όχι μόνο να παρέμβουν ευεργετικά στον τερματισμό του πολέμου στην Συρία, αλλά και να διαχειριστούν το μικρό ποσοστό ανθρώπων που προσέτρεξε στο έδαφός της ΕΕ για βοήθεια ή έστω για μια καλύτερη και ασφαλή ζωή.

Η Ελλάδα, λόγω της θέσης της, αναδεικνύεται και πάλι σε κομβικό σημείο, αυτή τη φορά για την αποτροπή της εισόδου, σύμφωνα με το ειδικό καθεστώς που ορίστηκε από την οιονεί συμφωνία Τουρκίας-ΕΕ του 2016: επιστροφές προς την Τουρκία και γεωγραφικός περιορισμός όσων εισέρχονται παράτυπα στα ελληνικά νησιά. Στην ενδοχώρα προχωρούσε η καταγραφή και η εξέταση των αιτημάτων ασύλου όπως και η εγκατάσταση εντός του αστικού αστικού πολλών ελληνικών πόλεων. Μοναδικές νόμιμες διέξοδοι των ανθρώπων αυτών προς την Δυτική Ευρώπη ήταν δύο: η επανεγκατάσταση, η οποία λειτούργησε προσωρινά και η οικογενειακή επανένωση, η οποία εφαρμόζεται με το σταγονόμετρο.

Η υγειονομική κρίση του Μαρτίου-Ιουνίου 2020 επικάλυψε το προσφυγικό, ωστόσο, εάν εξετάσει κανείς από κοντά τι συνέβη στους ανθρώπους αυτούς θα διαπιστώσει μια ειδική μεταχείριση. Όχι ως προς την ευαλωτότητά τους, αλλά ως προς την ανεπιθύμητη για την κυβέρνηση ύπαρξή τους. Μια μονιμότητα της κατάστασης εξαίρεσης που συνεχίζεται εδώ και πολλά χρόνια, ως έναν στρεβλό σχήμα πολιτιών αποτροπής.

Α. Τα θολά όρια των δικαιωμάτων

Οι πρόσφυγες και μετανάστες που καταγράφονται στην Ελλάδα ήταν, μέχρι πολύ πρόσφατα, ένας συνεχώς εναλλασσόμενος αριθμός ανθρώπων. Η αναγνώριση της υπόστασής τους θα περνούσε μέσα από την ίδρυση οποιασδήποτε σχέσης με το κράτος. Οι άνθρωποι αυτοί, κυνηγημένοι, σε απόλυτη ανάγκη, και χωρίς καμία εγγύηση ασφάλειας βρέθηκαν απογυμνωμένοι από κάθε νομική προστασία σε μία εξαιρετική κατάσταση εύθραυστης προσωρινότητας.

Οι διαχειριστικές διαδικασίες του προσφυγικού υλοποιούνται συνεχώς με την επίκληση ολοένα και πιο άμεσα της «έκτακτης ανάγκης», με την επίκληση της «εισβολής ενός εχθρού» ή των ξένων «που αλλοιώνουν τον ευρωπαϊκό πολιτισμό». Η επίκληση αυτή δημιουργεί μια συνθήκη ανέλεγκτης εξαίρεσης από τη νομιμότητα ως απάντηση σε μια έκτακτη ανάγκη που όλοι οφείλουν να συμμορφωθούν. Όπως διαπίστωσε και ο Έλληνας Συνήγορος του Πολίτη σχετικά με την προσφυγική κρίση: «Είναι γνωστό, ωστόσο, ότι σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, όπου εφαρμόζονται διαδικασίες κατά παρέκκλιση των διατάξεων του τυπικού εφαρμοστέου ρυθμιστικού πλαισίου, συγχωρούνται, ενώ η έννοια του κράτους δικαίου δεν τηρείται με απόλυτη αυστηρότητα».((Greek Ombudsman, Migration flows and refugee protection. Administrative challenges and human rights issues, Special Report, p. 10, at: www.synigoros.gr/resources/docs/greek_ombudsman_migrants_refugees_2017_en.pdf))

Β. Από την κρίση του Έβρου στην κρίση του ιού

Οι εξελίξεις που πυροδότησε η απόφαση του προέδρου της Τουρκίας Ερντογάν να στείλει μαζικά μετανάστες και πρόσφυγες στα ελληνικά σύνορα στις 28 Φεβρουαρίου 2020 έθεσε τέλος στην συμφωνία του 2016. Ουσιαστικά γύρισε πίσω τον χρόνο στις αρχές του 2016, όταν η συμφωνία συνομολογήθηκε για να διακοπεί η μετακίνηση των ανθρώπων προς τις ευρωπαϊκές μητροπόλεις.

Η Τουρκία εργαλειοποίησε τους πρόσφυγες, πλήθος ανθρώπων σε απόγνωση, προτρέποντάς τους και οδηγώντας τους να διασχίσουν τα ελληνοτουρκικά σύνορα, χωρίς προηγούμενη συνεννόηση με Ελλάδα και ΕΕ. Η ελληνική πλευρά αντέδρασε με την απόφαση κλεισίματος των συνόρων αλλά και με τη στρεβλή διαπίστωση ότι «η χώρα δέχεται εισβολή». Η κατάσταση ανάγκης δικαιολόγησε την αναστολή του προσφυγικού δικαίου ως προς την υποδοχή και τη χρήση της επαναπροώθησης ως τάχα νόμιμου μέτρου αποτροπής. Πρωτόγνωρη αναστολή τμήματος της ελληνικής συνταγματικής τάξης μετά το 1974.((K. Τσιτσελίκης, “Η εχθρική στάση της Τουρκίας και η αναστολή του προσφυγικού δικαίου από την Ελλάδα”, Hufflington Post,  6/3/2020, http://www.huffingtonpost.gr/entry/e-echthrike-stase-tes-toerkias-kai-e-anastole-toe-prosfeyikoe-dikaioe-apo-ten-ellada_gr_5e6227d5c5b601904ea8d177))

Η εξελίξεις στο Ιντλίμπ ασφαλώς δεν ήταν άσχετες με ό,τι συνέβη στα ελληνοτουρκικά σύνορα. Η εισβολή του τουρκικού στρατού στην περιοχή προκάλεσε αναδιάταξη των γεωστρατηγικών επιδιώξεων με την μορφή ντόμινο. Η αναδιάταξη αυτή οδήγησε στην εργαλειακή χρήση των μεταναστών και προσφύγων που ήδη διέμεναν στην Τουρκία ως μέσο πίεσης στην ΕΕ μέσω της Ελλάδας. Η προώθηση των ανθρώπων αυτών χωρίς καμία προηγούμενη συνεννόηση με την Ελλάδα παραβιάζει την υποχρέωση για ειρηνική συνεργασία των κρατών. Πόσο μάλλον όταν έχει ήδη υπογραφεί η συμφωνία του 2016 για την επιστροφή προσφύγων από την Ελλάδα στην Τουρκία.

Και η Ελλάδα και η Τουρκία έθεσαν σε κίνδυνο τη ζωή χιλιάδων ανθρώπων, μέσα από τις προωθήσεις και τις επαναπροωθήσεις στο ποτάμι ή τη θάλασσα, πράξεις παράνομες και από τις δύο πλευρές. Και οι δύο πλευρές επικαλούνται μια κατάσταση ανάγκης που θα δικαιολογούσε την παραβίαση του δικαίου με τελείως διαφορετικό περιεχόμενο, χωρίς όμως να πείθουν. Όπως κι αν εφαρμόσει κανείς την αρχή της αναλογικότητας και της προσφορότητας των μέσων προς τον σκοπό τους, δεν μπορεί να αγνοεί την αξία της ανθρώπινης ζωής και να παραβλέπει τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Και η κρατική κυριαρχία, λοιπόν, πρέπει να ασκείται λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω αρχές.

Ασφαλώς η Τουρκία έχει να διαχειριστεί ένα τεράστιο τμήμα μεταναστευτικού και προσφυγικού πληθυσμού, περίπου 4 εκατομμυρίων ανθρώπων εδώ και αρκετά χρόνια. Έχει συνάψει την  συμφωνία του 2016 εξασφαλίζοντας βοήθεια 3,2 δις ευρώ. Η Τουρκία ωστόσο έχει εμπλακεί στον εμφύλιο πόλεμο στην Συρία, μετατρέποντάς τον σε διεθνή, κατέχοντας μάλιστα τμήμα του εδάφους της. Η πολιτική της ευθύνη αλλάζει χαρακτήρα μετά τις εξελίξεις που προκάλεσε η ίδια. Η Ελλάδα έχει υποστεί τις συνέπειες του πολέμου αυτού, όπως και τις συνέπειες των στρατιωτικών επιχειρήσεων στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, χωρίς καμία απολύτως συμμετοχή. Εφάρμοσε το δίκαιο προστασίας των προσφύγων και σχετικές πολιτικές, με τρόπο όχι πάντα πετυχημένο, και συχνά σε βάρος των ανθρώπων αυτών.

Η προβληματική σε βασικά της σημεία συμφωνία του 2016 απλώς έδωσε χρόνο στην ΕΕ και την Τουρκία. Κυριολεκτικά 4 χρόνια. Όμως τίποτα δεν προχώρησε στις πολιτικές της ΕΕ. Η στροφή στον αυταρχισμό και ακροδεξιές λογικές σε πολλά κράτη μέλη παρέλυσε την ΕΕ η οποία δεν δείχνει σημάδια ανασυγκρότησης και χάραξης πολιτικών στο πνεύμα της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Προτάχθηκε με άκαμπτο τρόπο η ασφάλεια των συνόρων και παραμερίστηκε η ασφάλεια των ανθρώπων.

Oι άνθρωποι, σε κάθε περίπτωση, μετατρέπονται σε μοχλό πίεσης, σε απειλή, σε εισβολέα, σε ανεπιθύμητο. Χάνουν δηλαδή την ανθρώπινη υπόστασή τους και από υποκείμενα γίνονται αντικείμενα. Σταδιακά, ο φόβος που μετατρέπεται σε μίσος τα σκεπάζει όλα. Σχηματίζεται έτσι ένα εύπλαστο πολιτικό εργαλείο ελέγχου και χειραγώγησης, σπόρος και χαρακτηριστικό της ανελεύθερης διακυβέρνησης. Αυτό το νέο μοτίβο εξαπλώνεται ραγδαία σε όλη την Ευρώπη επιτρέποντας τον καθένα «να πάρει το νόμο στα χέρια του». Χτυπώντας αβοήθητους ανθρώπους και καίγοντας τις υποδομές των οργανώσεων που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή.

Το υπουργικό συμβούλιο στην Ελλάδα αποφάσισε την άρση της διαδικασίας υποδοχής αιτημάτων ασύλου για έναν μήνα. Κατά συνέπεια, όσοι εισέλθουν στην Ελλάδα θα είναι στο εξής παράτυποι και απελάσιμοι. Ωστόσο, το μέτρο αυτό δεν έχει νομική βάση, καθώς η Συνθήκη της Γενεύης δεν προβλέπει περιορισμό της ισχύος της για λόγους ανωτέρας βίας. Η αναστολή ισχύος του προσφυγικού δικαίου αποτελεί πλήγμα στο κράτος δικαίου στην Ελλάδα. Άμεσο αποτέλεσμα υπήρξε η καταδίκη πολλών ανθρώπων σε 3,5 χρόνια φυλακή για παράνομη είσοδο στην Ελλάδα, ενώ κανονικά θα είχαν το δικαίωμα να καταθέσουν αίτημα ασύλου και να τύχουν ειδικής μεταχείρισης. Καθώς μάλιστα δεν διατίθεται κανένας μηχανισμός υποδοχής, δεν προσφέρονται τα στοιχειώδη σε ανθρώπους που βρίσκονται σε κατάσταση απόλυτης ανάγκης. Οι υπόλοιποι επαναπροωθούνται τακτικά προς την Τουρκία, χωρίς καμία μέριμνα για την ασφάλειά τους. Οι πρακτικές αυτές αποτελούν ισχυρό πλήγμα στη δημοκρατία όπως έχει αναπτυχθεί τις  τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα και την Ευρώπη.

Την κρίση στον Έβρο επικάλυψε σύντομα το ξέσπασμα της υγειονομικής  κρίσης του κορωνοϊού που οδήγησε στην επιβολή περιοριστικών μέτρων μέχρι τα μέσα Μαΐου – αρχές Ιουνίου 2020. Τα ελληνοτουρκικά σύνορα έκλεισαν γενικά για λόγους προστασίας του γενικού πληθυσμού, και το καθεστώς καραντίνας επεκτάθηκε σε διάφορες ομάδες με ειδική έμφαση στους καταυλισμούς αιτούντων άσυλο. Οι γενικές αρχές αναλογικότητας και σκοπιμότητας των μέτρων δοκιμάστηκαν, και μεγάλη συζήτηση προκλήθηκε σχετικά με τα όρια νομιμότητας. Στην περίπτωση των προσφυγικών καταυλισμών τα πράγματα πήραν μια ιδιαίτερη μορφή, όπου η κατάσταση ανάγκης προεκτάθηκε((Υπ. Απόφαση Προς. Πολίτη, Υγείας και Μεταναστευτικής Πολιτικής, Αριθμ. Δ1Α/ΓΠ.οικ.29105 (ΦEK B 1771/2020).)) χωρίς προφανείς λόγους υγειονομικής προστασίας τόσο των εγκλείστων όσο και των έξω.  Παρόμοια, σε δομές όπου υπήρχαν άτομα που νοσούσαν, εγκλωβίστηκαν μαζί τους χωρίς διαχωρισμό όλα τα άτομα της δομής σε ένα μοντέλο αναγκαστικής διάδοσης της νόσου και άρα διακινδύνευσης. Η υγειονομική κρίση, έτσι, δημιούργησε ένα βολικό προκάλυμμα όπου πολιτικές αποκλεισμού και νομικής αβεβαιότητας έθεσαν σε ειδικά εξαιρετική κατάσταση στέρησης της ελευθερίας και διακινδύνευσης των αιτούντων άσυλο. Ένα ακόμα μέτρο έμμεσης αποτροπής για να δείξει το ελληνικό κράτος ότι συνεχίσει την περίφημη πολιτική του «θα τους κάνουμε τον βίο αβίωτο».

Συμπεράσματα

Η προσφυγική κρίση διασυνδέει κύρια συνταγματικά ζητήματα στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής και έννομης κοινωνίας. Η ελληνική περίπτωση δεν γίνεται να εξεταστεί εκτός του ευρωπαϊκού θεσμικού και πολιτικού πλαισίου. Η παλινδρόμηση της ελληνικής κεντρικής κυβέρνησης μεταξύ ‘ασφάλειας’ και ‘κράτους δικαίου’ σχετικά με την πρώτη υποδοχή όσων βρίσκονται σε κατάσταση ανάγκης, δημιουργεί σύγχυση σε σχέση με την ασφάλεια που παρέχεται από το νόμο και τις προοπτικές ένταξης των προσφύγων/αιτούντων άσυλο/ατόμων «χωρίς χαρτιά». Όσο οι δριμείς γραμμές αποκλεισμού και η διαρκής παλινδρόμηση μεταξύ ‘νόμιμου’ και ‘παράνομου’ δεν μαλακώνουν, τόσο η Δικαιοσύνη όσο και το Κράτος Δικαίου θα συνεχίσουν να υποφέρουν. Από την άλλη, θα ευδοκιμούν φαινόμενα όπως η ξενοφοβία και ο ρατσισμός μαζί με τις πολιτικές εκφάνσεις τους.

Παρόλο που η μεγαλύτερη πρόκληση για την Ελλάδα, καθώς και για την Ε.Ε., είναι η κοινωνική ένταξη αυτών των ανθρώπων εάν τελικά αναγνωριστούν ως πρόσφυγες ή νόμιμοι μετανάστες, οι πολιτικές της Ε.Ε. έχουν επικεντρωθεί στις πολιτικές και τα μέσα αναχαίτισης (των ροών) τα οποία έχουν αποδειχθεί αναποτελεσματικά, ενώ βρίσκονται ελάχιστα, ή και καθόλου, σε συμφωνία με το νομικό ευρωπαϊκό κεκτημένο.

Ωστόσο, η Ελλάδα εντάσσεται σε ένα πλέγμα πολιτικών και δικαίου σχετικά με τους πρόσφυγες και τους μετανάστες το οποίο θεμελιώνεται στην αρχή της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ. Η αρχή αυτή, δηλαδή η παροχή βοήθειας και κατανομής των βαρών, λειτούργησε για δύο-τρία χρόνια και στη συνέχεια κατέρρευσε, εγκλωβίζοντας χιλιάδες ανθρώπους στην Ελλάδα χωρίς δυνατότητα επανεγκατάστασής τους σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Φαίνεται ότι η αρχή της αλληλεγγύης εξαντλείται στην αποστολή αστυνομικών-στρατιωτικών ευρωπαϊκών ομάδων επιτήρησης των συνόρων στην Ελλάδα.((European Commission, Frontex and the Rabit operation in Greece, Memo, 2/3/2020 http://ec.europa.eu/commission/presscorner/detail/en/MEMO_11_130)) Η παραγνώριση της αρχής της αλληλεγγύης αναφορικά με τον επιμερισμό των βαρών του μεταναστευτικού-προσφυγικού πλήττει κυρίως την ίδια την ΕΕ, καθώς παραμένει ανίκανη να διαχειριστεί τις μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές κεντρικά και με τρόπο οργανωμένο. Οι αδυναμίες της κεντρικής ευρωπαϊκής πολιτικής για την αντιμετώπιση των προσφύγων δεν περιορίζονται μόνο σε επίπεδο διαχείρισης. Πρόκειται για βαθιά πολιτικές αδυναμίες, καθώς νομιμοποιούν εναλλακτικές, αυταρχικές πολιτικές, ελπίζοντας είτε σε ένα κλείσιμο των ευρωπαϊκών συνόρων (π.χ. Ουγγαρία) είτε σε μία έξοδο από την Ε.Ε. (όπως το Brexit) μέσω μιας ρητορικής φόβου και σοβινισμού. Η ελληνική περίπτωση δείχνει ότι αυτές οι πολιτικές είναι πλέον καθιερωμένες. Η ανασφάλεια του νόμου που προκαλεί η έντονη μεταβλητότητα της νομοθεσία, καθώς και οι πολιτικές της ΕΕ και της Ελλάδας, γίνονται σταδιακά κομμάτι της κανονικότητας, ενώ η ασφάλεια του νόμου αποτελεί την εξαίρεση. Η κοινή δήλωση Ε.Ε.-Τουρκίας έθεσε σε κίνδυνο δραματικά την ίδια την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, τα δικά της καταστατικά και τους πολιτικούς στόχους, που εξασθενίζουν όλο και περισσότερο, όπως και η Δικαιοσύνη και το Κράτος Δικαίου. Η συνοριακή κρίση το Φεβρουάριο του 2020 μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας έδειξε τα εύθραυστα όρια ολόκληρου του συστήματος. Λίγο αργότερα, η κρίση του κορονοϊού (μέχρι τις αρχές Μαρτίου 2020) αναμόρφωσε σε παγκόσμιες διαστάσεις τα πρότυπα περιορισμών στην ανθρώπινη κινητικότητα. Ξαφνικά, η προσφυγική-μεταναστευτική κρίση σίγησε. Ενσωματώθηκε όμως στα ειδικά μέτρα και τους περιορισμούς που επιβλήθηκαν στους αιτούντες άσυλο μέσα από το σχήμα της κατάστασης έκτακτης ανάγκης βαθαίνοντας τις ρηγματώσεις στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα του κράτους δικαίου και των δικαιωμάτων του ανθρώπου.

 

Αναφορές