Το άσυλο χορηγείται σε άτομα που εγκατέλειψαν τη χώρα τους εξαιτίας διώξεων ή σοβαρού κινδύνου και, ως εκ τούτου, χρειάζονται διεθνή προστασία. Το άσυλο είναι θεμελιώδες δικαίωμα και η αναγνώρισή του αποτελεί διεθνή υποχρέωση, η οποία αναγνωρίστηκε αρχικά στη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 για την προστασία των προσφύγων. Στην Ε.Ε., έναν χώρο ανοιχτών συνόρων και ελεύθερης κυκλοφορίας, οι χώρες έχουν τις ίδιες θεμελιώδεις αξίες και τα κράτη πρέπει να έχουν μια κοινή προσέγγιση για να εξασφαλίζουν υψηλά πρότυπα προστασίας των προσφύγων. Οι διαδικασίες πρέπει ταυτόχρονα να είναι δίκαιες και αποτελεσματικές σε ολόκληρη την Ε.Ε. και αδιάβλητες ως προς την κατάχρηση. Έχοντας αυτό υπόψη, τα κράτη μέλη της Ε.Ε. δεσμεύτηκαν να καθιερώσουν ένα κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου.
Η Ε.Ε. ως χώρος προστασίας
Από το 1999, η Ε.Ε. εργάζεται για τη δημιουργία ενός κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου (ΚΕΣΑ) και τη βελτίωση του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου. Μεταξύ 1999 και 2005 εγκρίθηκαν αρκετά νομοθετικά μέτρα εναρμόνισης των κοινών ελάχιστων προδιαγραφών για το άσυλο. Σημαντική ήταν επίσης η ενίσχυση της οικονομικής αλληλεγγύης με τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Προσφύγων.
Το 2001, η οδηγία για την προσωρινή προστασία επέτρεψε μια κοινή απάντηση της ΕΕ σε μαζική εισροή εκτοπισμένων που δεν μπορούν να επιστρέψουν στη χώρα καταγωγής τους. Η οδηγία για την οικογενειακή επανένωση ισχύει και για τους πρόσφυγες.
Μετά την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης, ήταν αναγκαία μια περίοδος προβληματισμού για τον προσδιορισμό της κατεύθυνσης στην οποία θα έπρεπε να αναπτυχθεί το ΚΕΣΑ. Μία Πράσινη Βίβλος του 2007 αποτέλεσε τη βάση για μια μεγάλη δημόσια διαβούλευση.
Οι αντιδράσεις, μαζί με τα αποτελέσματα μιας αξιολόγησης του τρόπου με τον οποίο υλοποιήθηκαν τα υφιστάμενα μέσα αποτέλεσαν τη βάση του σχεδίου πολιτικής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το άσυλο, που υποβλήθηκε τον Ιούνιο του 2008. Όπως αναφέρεται στο σχέδιο πολιτικής, οι τρεις πυλώνες στηρίζουν την ανάπτυξη του ΚΕΣΑ: αύξηση της εναρμόνισης στα πρότυπα προστασίας με την περαιτέρω ευθυγράμμιση της νομοθεσίας των κρατών μελών σχετικά με το άσυλο, αποτελεσματική και καλά υποστηριζόμενη πρακτική συνεργασία, αυξημένη αλληλεγγύη και αίσθημα ευθύνης μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, και μεταξύ της ΕΕ και των τρίτων χωρών.
Έχουν πλέον συμφωνηθεί νέοι κανόνες της ΕΕ, ορίζοντας κοινά υψηλά πρότυπα και ενισχυμένη συνεργασία για να διασφαλιστεί ότι οι αιτούντες άσυλο αντιμετωπίζονται ισότιμα με ένα ανοικτό και δίκαιο σύστημα – όπου και αν κάνουν αίτηση για άσυλο. Εν συντομία:
– Η αναθεωρημένη Οδηγία για τις Διαδικασίες Ασύλου στοχεύει σε πιο δίκαιες, ταχύτερες και καλύτερες αποφάσεις ασύλου. Οι αιτούντες άσυλο με ειδικές ανάγκες θα λαμβάνουν την απαραίτητη υποστήριξη για να εξηγήσουν το αίτημά τους, και ειδικότερα θα υπάρχει μεγαλύτερη προστασία των ασυνόδευτων ανηλίκων και των θυμάτων βασανιστηρίων.
– Η αναθεωρημένη Οδηγία για τις Συνθήκες Υποδοχής διασφαλίζει ότι υπάρχουν ανθρωπινές υλικές συνθήκες υποδοχής (όπως στέγαση) για αιτούντες άσυλο σε ολόκληρη την ΕΕ, και ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα των ενδιαφερόμενων προσώπων τηρούνται πλήρως. Εξασφαλίζει επίσης ότι η κράτηση εφαρμόζεται μόνο ως έσχατη λύση.
– Η αναθεωρημένη οδηγία για την αναγνώριση αποσαφηνίζει τους λόγους για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας και συνεπώς θα καταστήσει πιο ισχυρές τις αποφάσεις ασύλου. Επίσης, θα βελτιώσει την πρόσβαση στα δικαιώματα και τα μέτρα ένταξης για τους δικαιούχους διεθνούς προστασίας.
– Ο αναθεωρημένος Κανονισμός του Δουβλίνου ενισχύει την προστασία των αιτούντων άσυλο κατά τη διαδικασία προσδιορισμού του κράτους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης, και διευκρινίζει τους κανόνες που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ των κρατών. Δημιουργεί ένα σύστημα για την ανίχνευση πρώιμων προβλημάτων στα εθνικά συστήματα ασύλου ή υποδοχής, και την αντιμετώπιση των αιτίων τους πριν αυτά εξελιχθούν σε πλήρως ανεπτυγμένες κρίσεις.
– Ο αναθεωρημένος Κανονισμός EURODAC θα επιτρέψει την πρόσβαση των αρχών επιβολής του νόμου στη βάση δεδομένων της ΕΕ για τα δακτυλικά αποτυπώματα των αιτούντων άσυλο υπό αυστηρά περιορισμένες συνθήκες, προκειμένου να προλαμβάνονται, να ανιχνεύονται ή να διερευνώνται τα πλέον σοβαρά εγκλήματα, όπως η δολοφονία και η τρομοκρατία.